- λιπόναυς
- λιπόναυς, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που εγκαταλείπει το πλοίο στο οποίο υπηρετεί, που λιποτάκτησε από το πλοίο του2. (κατ' άλλη ερμ.) αυτός που εγκαταλείφθηκε από τον συμμαχικό στόλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + ναῦς «πλοίο»].
Dictionary of Greek. 2013.